- αιροκόπος
- οο αιρηλάτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα «σφυρί» + -κόπος < κόπτωη λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή ως απόδοση τού γαλλ. martineur].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιροκοπία — η [αιροκόπος] η αιρηλασία* … Dictionary of Greek